τρυφεροῦ

τρυφεροῦ
τρυφερόομαι
pres imperat mp 2nd sg
τρυφερόομαι
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
τρυφερός
delicate
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • τρυφερότητα — η / τρυφερότης, ητος, ΝΜΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα 2. μτφ. α) στοργή β) ευσπλαγχνία γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος 3. στον πληθ. οι τρυφερότητες μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Κορνάρος, Θέμος — (Σίββα Μεσσαράς, Κρήτη 1906 – Αθήνα 1970). Πεζογράφος. Έζησε σε ιδιαίτερα δυσχερείς οικονομικές συνθήκες και υπήρξε αυτοδίδακτος. Όμως, σε πολύ νεαρή ηλικία πραγματοποίησε (1933) εντυπωσιακή εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με τα βιβλία Άγιον Όρος …   Dictionary of Greek

  • Μαχαμπαράτα — (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Πάνδημος, Αντώνιος — (17ος αι.). Λυρικός ποιητής από την Κρήτη στα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας και στα πρώτα της τουρκοκρατίας στην πατρίδα του. Μερικοί τον ονομάζουν Πανδίνο. Το 1619, όταν σπούδαζε στην Πάντοβα, έγιναν στο Ρέθυμνο οι γάμοι της Καλιέργας ή… …   Dictionary of Greek

  • ρομάντζα — ρομάντζα, η και ρομάντσα, η (λ. ιταλ.) 1. μικρό τραγούδι ή σύντομη μουσική σύνθεση ήπιου και τρυφερού χαραχτήρα: Μερικοί Ιταλοί καλλιτέχνες έχουν συνθέσει ωραίες ρομάντζες. 2. ρεμβασμός, ποιητική διάθεση, τοποθεσία που γεννά τέτοια διάθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”